- μηχάνωμα
- μηχάνωμα και δωρ. τ. μαχάνωμα, τὸ (Α)1. μηχάνημα2. γερανός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. -ωμα (πρβλ. κεφάλ-ωμα), μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *μηχανόω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηχανωμάτων — μηχάνωμα crane neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανώματα — μηχάνωμα crane neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανώματος — μηχάνωμα crane neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
μόρφωμα — το (ΑΜ μόρφωμα) 1. μορφή, εικόνα, σχήμα νεοελλ. 1. δημιούργημα, σχηματισμός 2. βιολ. φαινότυπος που εμφανίζεται σε ένα είδος ως αντίδραση σε ασυνήθιστο ή τεχνητό περιβάλλον μσν. απεικόνιση μορφής, κυρίως αγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορφώνω ή < μορφή… … Dictionary of Greek